κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… … Dictionary of Greek
κάσα — η (λ. ιταλ.) 1. κιβώτιο από σανίδια: Τα προϊόντα μεταφέρονται σε μεγάλες κάσες. 2. φέρετρο νεκρού: Η κάσα του ήταν σκεπασμένη. 3. χρηματοκιβώτιο: Έχει πολλά χρήματα στην κάσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασᾶ — κάσας masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκραν κάσα — Μουσικό κρουστό όργανο με αμετάβλητο ήχο. Αρχικά τη χρησιμοποιούσαν στις μουσικές μπάντες για να κρατάει τον ρυθμό. Από το δεύτερο όμως μισό του 18ου αι. καθιερώθηκε ως όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, οπότε και κέντρισε τη φαντασία των συνθετών… … Dictionary of Greek
κάσας — κάσᾱς , κάσα casa fem acc pl κάσᾱς , κάσα casa fem gen sg (doric aeolic) κάσᾱς , κάσας masc acc pl κάσᾱς , κάσας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσαι — κάσα casa fem nom/voc pl κάσᾱͅ , κάσα casa fem dat sg (doric aeolic) κάσας masc nom/voc pl κάσᾱͅ , κάσας masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσαν — κάσᾱν , κάσα casa fem acc sg (doric aeolic) κάσᾱν , κάσας masc acc sg (epic doric aeolic) κάσας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασᾶν — κάσα casa fem gen pl (doric aeolic) κασᾶ̱ν , κάσας masc gen pl (doric aeolic) κάσας masc acc sg (doric) κάσας masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασάνεις — κασά̱νεις , κατά σαίνω wag the tail aor subj act 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσαις — κάσα casa fem dat pl κάσας masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)